σμπίρος

σμπίρος
ο, Ν
αστυνομικός υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbirro «αστυνομικός κλητήρας, υπάλληλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμπίρος — ο (λ. ιταλ.), αστυνομικός υπάλληλος, καταδότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”